- ἀτάρβακτος
- ἀτάρβακτος, ον,A unaffrighted,
γνώμα Pi.P.4.84
;γυνά B.5.139
; cf. ἀτάρμυκτος.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γνώμα Pi.P.4.84
;γυνά B.5.139
; cf. ἀτάρμυκτος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ατάρβακτος — ἀτάρβακτος, ον (Α) ατρόμητος, αφόβητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + ταρβώ ( έω) «φοβάμαι, τρομάζω». Ο σχηματισμός του τ. ατάρβακτος πιθ. αναλογικά προς το ατάρμυκτος *] … Dictionary of Greek
ἀτάρβακτος — unaffrighted masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀταρβάκτοιο — ἀτάρβακτος unaffrighted masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)